- προφυλακτικό
- condom
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
профила́ктика — и, ж. 1. Совокупность мероприятий в медицине по укреплению здоровья, предупреждению и устранению причин заболеваний. 2. Совокупность технических мероприятий, предохраняющих что л. от преждевременной порчи, износа и т. п. Профилактика и ремонт… … Малый академический словарь
αλέξημα — ἀλέξημα, το (Α) 1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια 2. θεραπευτικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θέμα τού ρημ. ἀλέξω*, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… … Dictionary of Greek
καπότα — η 1. η κάπα 2. είδος μικρού γυναικείου καπέλου 3. θύλακας από λεπτό ελαστικό που χρησιμοποιείται από τους άνδρες κατά τη συνουσία για αντισύλληψη, ανδρικό προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappotta. Με την τελευταία σημ. < γαλλ. capote] … Dictionary of Greek
κατάφραγμα — το (Μ κατάφραγμα) [καταφράσσω] νεοελλ. το προφυλακτικό περίβλημα που εκτείνεται σε όλη την έκταση τού αντικειμένου που προφυλάσσεται μσν. αμυντικό όπλο που κάλυπτε και προστάτευε τον κορμό, θώρακας … Dictionary of Greek
κατόχι — το (Α κατόχιον) καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.) νεοελλ. 1. ο αναβολέας* 2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν 3. σκαλοπάτι … Dictionary of Greek
περικαυλίδα — η, Ν τεχνητός λεπτός και ελαστικός θύλακας που χρησιμεύει για την προφύλαξη τού πέους από τα αφροδίσια νοσήματα κατά τη συνουσία, το προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καυλός «ανδρικό μόριο» + ίδα] … Dictionary of Greek
προσκέπασμα — άσματος, τὸ, Α 1. προκάλυμμα 2. προφυλακτικό σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκέπασμα] … Dictionary of Greek
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek